ὑποκειμένην

ὑποκειμένην
ὑπόκειμαι
lie under
perf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
ὑπόκειμαι
lie under
pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • подълежати — ПОДЪЛЕЖ|АТИ (41), ОУ, ИТЬ гл. 1.Подлежать, подпадать под действие чегол.: Въздьржателѥ. и врѣтищеносьци. и отърочьници. томѹ же подълежать словѹ. имьже и наватиане (ὑπόκεινται) КЕ XII, 192а; не подълежащю ѥмѹ страстию коѥю. нъ волю ѥмѹ имѹщю въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MESOCHORI — Graecis τοῦ χοροῦ Κορυφαῖοι, in omnibus Veterib. Choris Symphoniacis erant, coeterisque ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum tundere soliti. Pedem enim levantes et cum sono ponentes, aequali semper ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συνδιατηρώ — έω, Α διατηρώ κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διατήρηση ενός πράγματος («οἱ μετὰ τῶν Ἀχαιῶν συνδιετήρουν τὴν ὑποκειμένην αὐτοῑς κατάστασιν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • υπολημνίσκος — και ὑπολιμνίσκος, ὁ, Α (κατά τον Επιφάν.) «ὁ γοῡν ὑπολιμνίσκος τοιοῡτόν ἐστι ἁπλῆ δηλονότι γραμμή, ὀβελοῡ τὸ σχῆμα ἔχουσα, ὑποκειμένην δὲ ἔχουσα στιγμήν, ἤγουν κέντρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λημνίσκος «στενή ταινία από μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”